- εισορώ
- εἰσορῶ και ἐσορῶ (-άω) (Α)1. βλέπω μέσα, παρατηρώ με προσοχή, ατενίζω («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.)2. βλέπω κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ' έναν τόπο3. (με μτχ.) αντιλαμβάνομαι κάτι («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῡ» — μέ βλέπεις ότι φεύγω)4. βλέπω, ατενίζω με θαυμασμό, προσβλέπω με σεβασμό5. σέβομαι, έχω σε υπόληψη, τιμώ6. ατενίζω7. βλέπω με τον νου, διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι8. (για θεό) βλέπω για να τιμωρήσω, τιμωρώ9. (με το μη) βλέπω, φροντίζω να μη, προσέχω μήπως («εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθῃς»).
Dictionary of Greek. 2013.